Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας
Αθήνα, 24 Απριλίου 2013 – Το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας παρουσίασε σήμερα την ετήσια έκθεση για το έτος 2012, η οποία αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο αφορά τα ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα της καταγραφής περιστατικών ρατσιστικής βίας από οργανώσεις που συμμετέχουν στο Δίκτυο, μετά από συνέντευξη με τα ίδια τα θύματα. Το δεύτερο μέρος εστιάζει στις θέσεις του Δικτύου σχετικά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα εγκλήματα που τελούνται με ρατσιστικό κίνητρο, καθώς και πρόσφατες πρωτοβουλίες τροποποίησής του.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας
Σύμφωνα με την έκθεση, για το έτος 2012 καταγράφηκαν 154 περιστατικά ρατσιστικής βίας, που αφορούσαν 151 αλλοδαπούς και 3 Ευρωπαίους πολίτες (1 πολίτη Βουλγαρίας, 1 πολίτη Ρουμανίας και 1 Έλληνα). Η πλειονότητά τους συνίσταται σε σωματικές επιθέσεις, ενώ οι τύποι των εγκληματικών πράξεων είναι κυρίως βαριές σωματικές βλάβες και απλές σωματικές βλάβες.
Σε 91 περιπτώσεις, τα θύματα των επιθέσεων πιστεύουν ότι οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες, γεγονός που προκύπτει και από τα ποιοτικά στοιχεία που καταγράφονται για τις επιθέσεις (ομάδες κρούσης, με συγκεκριμένο τρόπο δράσης, συμπεριφορά και ενδυμασία). Σε ορισμένες περιπτώσεις τα θύματα των επιθέσεων ή οι μάρτυρες ανέφεραν ότι ανάμεσα στους δράστες αναγνώρισαν άτομα που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή, είτε επειδή φορούσαν διακριτικά της οργάνωσης, είτε επειδή τα πρόσωπά τους συνδέονται με δημόσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης στην περιοχή, είτε επειδή γνωρίζουν ότι είναι μέλη τοπικών οργανώσεων του κόμματος.
Σε πολλά περιστατικά τα θύματα αναφέρουν τη χρήση όπλων κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, όπως ρόπαλα, σιδηρολοστούς, πτυσσόμενα γκλομπ, σπρέι, αλυσίδες, σιδηρογροθιές, μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια, ενώ έχει καταγραφεί η πανομοιότυπη χρήση μεγαλόσωμων σκύλων σε ομάδα που δρα στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και της πλατείας Αττικής.
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα 25 περιστατικά όπου συνδέεται η αστυνομική με τη ρατσιστική βία, τα οποία εκτυλίχτηκαν σε χώρους κράτησης ή στη διάρκεια επιχειρήσεων ρουτίνας.
Όσον αφορά την επίσημη καταγγελία στις αρμόδιες αρχές της χώρας και την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, μόνο 24 θύματα ανέφεραν ότι έχουν προβεί σε σχετικές ενέργειες ενώ 23 θα το επιθυμούσαν. Οι υπόλοιποι δεν θα ήθελαν να προβούν σε καμία περαιτέρω ενέργεια, τις περισσότερες φορές επειδή δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα και κατά συνέπεια φοβούνται ότι θα κρατηθούν προς έκδοση απόφασης απέλασης. Στην πράξη, αντί οι αστυνομικές αρχές να τους αντιμετωπίσουν ως πιθανά θύματα εγκληματικής πράξης, επιδεικνύουν προτεραιότητα στον έλεγχο της νόμιμης διαμονής του καταγγέλλοντος και απέχουν από την υποχρέωση να διερευνήσουν το ίδιο το συμβάν που τους καταγγέλλεται.
Στην παρέμβασή του, ο Επικεφαλής του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, κ. Γιώργος Τσαρμπόπουλος, συνόψισε τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που κατέγραψε το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, και υπογράμμισε ότι το οι εν λόγω καταγραφές δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου ενός σημαντικά μεγαλύτερου και επικίνδυνου φαινομένου: «Η καταγραφή κατόπιν συνέντευξης με το θύμα αφαιρεί φυσικά από αριθμούς αλλά προσφέρει σε αξιοπιστία. Αυτή η αξιοπιστία των δεδομένων αποτελεί και τη βασικότερη συμβολή του Δικτύου, ελλείψει ενός επίσημου και αποτελεσματικού μηχανισμού καταγραφής και αντιμετώπισης του φαινομένου».
Ο εκπρόσωπος της ομάδας εργασίας του Δικτύου για νομικά ζητήματα, κ. Βασίλης Παπαστεργίου, παρουσίασε τις θέσεις του Δικτύου σχετικά με νομοθετικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας, τονίζοντας ότι «ενώ έχουν αρχίσει να διαφαίνονται σημάδια θετικής ανταπόκρισης από πλευράς της Πολιτείας, είναι, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, ημιτελή». Καλωσόρισε τη θέσπιση Γραφείων και Τμημάτων αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας στο σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας αλλά επισήμανε πως, χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις όσον αφορά την επιλογή, στελέχωση και συνεχή επιμόρφωση, μια τέτοια κομβική λειτουργία δεν θα μπορέσει έχει την αποτελεσματικότητα που απαιτούν οι περιστάσεις. Ως κρίσιμα ζητήματα για τα οποία πρέπει να υπάρξουν άμεσα ρυθμίσεις, ανέφερε: α) την αναστολή της κράτησης και απέλασης των θυμάτων ρατσιστικής βίας ή μαρτύρων που προβαίνουν σε καταγγελία, σε συνδυασμό με τη χορήγηση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους και β) την άμεση ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας ώστε η τέλεση εγκλήματος από ρατσιστικά κίνητρα να περιλαμβάνεται στη νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος και το ρατσιστικό κίνητρο να ερευνάται σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
Από τη μεριά του, ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κ. Κωστής Παπαϊωάννου, υπογράμμισε ότι «το πρόβλημα της ρατσιστικής βίας μοιάζει πλέον να έχει γίνει συνείδηση σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αλλά δεν έχει γίνει συνείδηση στην οργανωμένη πολιτεία. Και όμως, η ταχύτατη αντίδραση των αρχών για παροχή άδειας διαμονής στα θύματα της Νέας Μανωλάδας αποδεικνύει ότι το πάγιο αίτημα για προστασία των θυμάτων είναι και εφικτό και αναγκαίο. Ελπίζουμε ότι θα θεσμοθετηθεί επιτέλους ένα πάγιο καθεστώς προστασίας για τα θύματα του ρατσιστικού εγκλήματος».
«Έχουμε διάχυση της ρατσιστικής βίας σε δημόσιους λειτουργούς, και όχι μόνο αστυνομικούς. Υπάρχει,επίσης, διαπλοκή της ενδοσχολικής με τη νεοναζιστική βία. Η ελληνική πολιτεία οφείλει άμεσα να αλλάξει στάση και να αντιμετωπίσει όσους βρίσκονται πίσω από αυτή τη στρατηγική της έντασης, που ξεκινάει στοχοποιώντας μετανάστες αλλά δεν σταματάει εκεί. Στοχοποιούνται πλέον όσοι πάντοτε αποτελούσαν παραδοσιακούς στόχους της εγκληματικής δράσης των νεοναζί».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η εντύπωση του πολιτικού συστήματος ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να ελέγξει το φαινόμενο έχει αποδειχτεί ψευδής και τείνει να αποδειχτεί και ολέθρια. «Πρέπει εμπράκτως όλα τα πολιτικά κόμματα να αποδείξουν ότι έχουν αποφασίσει να αντιδράσουν υπερβαίνοντας οποιαδήποτε άλλη διαιρετική τομή. Το ενδιαφέρον των διεθνών οργάνων ελέγχου και των διεθνών ΜΜΕ δείχνει ότι η χώρα μας είναι πλέον στο μικροσκόπιο στης διεθνούς κοινότητας και υπόλογη για τη συνεχώς κλιμακούμενη, οργανωμένη, δολοφονική ρατσιστική βία».
Τέλος, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ενωμένων Αφγανών Ελλάδας, κ. Ρεζά Γκολαμί, διευκρίνισε ότι τα αριθμητικά στοιχεία είναι ελάχιστα σε σχέση με το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα: «δεν καταφέρνουμε να τους καταγράψουμε, πολλοί δεν έχουν χαρτιά και φοβούνται να βγουν από το σπίτι τους, φοβούνται και την αστυνομία και τις συμμορίες. Όταν τους λέμε να καταγγείλουν, χαμογελάνε, έχουν πάει και έχουν δεχτεί δεύτερη επίθεση και από την αστυνομία. Οι φωνές τους δεν βγαίνουν δύο τετράγωνα πέρα από το σπίτι τους. Φανταστείτε μία δημοκρατία όπου να μην τολμάς να βγεις έξω από το σπίτι. Σήμερα είναι μετανάστες, αύριο είναι η σειρά άλλων.»
Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος κ. Προκόπης Δούκας, ενώ υπήρξε ενημερωτική παρέμβαση του εκπροσώπου του ΕΣΠ Βασίλη Κερασιώτη και του γραμματέα των Γιατρών του Κόσμου Νικήτα Κανάκη σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα στη Νέα Μανωλάδα.
Περισσότερες πληροφορίες: Ελένη Τάκου, 210.7233216, racistviolence@nchr.gr